τοπικιστής

τοπικιστής
ο
θηλ. -ίστρια αυτός που διακρίνεται για τον τοπικισμό του (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τοπικιστής — ο, θηλ. τοπικίστριο, Ν ο διαπνεόμενος από τοπικισμό, ο προσηλωμένος υπερβολικά και αποκλειστικά στα συμφέροντα τής ιδιαίτερης πατρίδας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπικός + κατάλ. ιστής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • τοπικιστικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τοπικισμό ή στον τοπικιστή («τοπικιστική αντίληψη). [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπικιστής. Η λ., στον λόγιο τ. του ουδ. τοπικιστικόν, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Ελ Σαλβαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ Έκταση: 21.041 τ. χλμ Πληθυσμός: 6.178.700 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Σαν Σαλβαδόρ (504.000 κάτ. το 2003)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γουατεμάλα και στα Α με την Ονδούρα, ενώ στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”